ζωστάρι

ζωστάρι
το (AM ζωστάριον)
νεοελλ.
ζώνη, ζωνάρι
μσν.-αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα που φθάνει μέχρι τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωστός (τού ζώννυμι) + κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. ειλη-τάρι(ον), προσευχη-τάρι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αζώσταρος — η, ο ο αζώναρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζωστάρι] …   Dictionary of Greek

  • ζωστήρι — και ζωστάρι, το ζωνάρι, ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ζωστήρας*] …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”